- εκροος
- ἔκροοςἔκ-ροοςстяж. ἔκρους ὅ проток, выход (для воды), устье
(ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔκρου — ἔκροος outflow masc voc sg (attic) ἔκροος outflow masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρους — ἔκροος outflow masc acc pl (attic) ἔκροος outflow masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροον — ἔκροος outflow masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρουν — ἔκροος outflow masc acc sg (attic) ἐκρέω flow out imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐκρέω flow out imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)